ὑπόφοβος

ὑπόφοβος
ὑπόφοβος
somewhat frightened
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπόφοβος — ον, Μ 1. λίγο φοβισμένος 2. συνεκδ. άτολμος, δειλός 3. αυτός που προξενεί φόβο, φοβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φοβος (< φέβομαι «φοβάμαι»), πρβλ. ἐπί φοβος] …   Dictionary of Greek

  • ὑπόφοβον — ὑπόφοβος somewhat frightened masc/fem acc sg ὑπόφοβος somewhat frightened neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”